- παραδοξολογώ
- (ε) αμετ. говорить парадоксами, употреблять парадоксы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παραδοξολογώ — παραδοξολογῶ, έω ΝΑ [παραδοξολόγος] νεοελλ. λέγω απίθανα, φανταστικά πράγματα αρχ. αφηγούμαι θαυμαστά πράγματα … Dictionary of Greek
παραδοξολογώ — παραδοξολόγησα, λέω παραδοξολογίες (βλ.λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
παραδοξολόγημα — το, ΝΜ [παραδοξολογώ] παράδοξος λόγος, παραδοξολογία … Dictionary of Greek